Το τέλος κάθε σύμβασης είναι αυτονόητη συνέπειά της και άλλοτε επέρχεται ομαλά (π.χ. με λήξη του χρόνου ισχύος, με συμφωνία των μερών κλπ) οπότε ομιλούμε για λύση της σύμβασης, άλλοτε δε ανώμαλα (π.χ. με καταγγελία), οπότε ομιλούμε για λήξη της σύμβασης.

Εν γένει, στις συμβάσεις με κύριο στοιχείο την παροχή τεχνογνωσίας, τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται πολλές φορές η άρνηση της θέσης του Δικαιοπαρόχου από τον Δικαιοδόχο και της παροχής εμπορικής υποστήριξης από αυτόν. Η άρνηση αυτή, όταν δε συνδέεται με προφανείς περιπτώσεις κακής οργάνωσης του Δικαιοπαρόχου (που είναι σπάνιες), συνδέεται με την εξοικείωση του Δικαιοδόχου με το αντικείμενο του franchise, τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης, τις σχέσεις με προμηθευτές και τις τιμές αυτών και την απόκτηση ενός πελατολογίου, που τείνει να θεωρείται από τον Δικαιοδόχο προσωπικό, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται ο λόγος καταβολής των περιοδικών τελών, του «ανταλλάγματος» προς τον Δικαιοπάροχο. Η αμφισβήτηση αυτή, αν και μπορεί να υπάρχει από την πρώτη στιγμή της κατάρτισης της σύμβασης (συνήθως εκδηλώνεται μετά την ανάμιξη του Δικαιοδόχου με το κατασκευαστικό του καταστήματος), δεν συνδέεται με αυτό καθ΄αυτό το αντικείμενο της τεχογνωσίας για τη λειτουργία της επιχείρησης, η οποία έχει μεταδοθεί στον Δικαιοδόχο και εφαρμοσθεί από αυτόν, δοκιμαζόμενη στην καθ’ ημέρα πράξη. Ακριβώς τα στοιχεία αυτά είναι που καθορίζουν και τον χρόνο που εμφανίζεται το «πρόβλημα». Από την δική μου, προσωπική εμπειρία, η αμφισβήτηση εμφανίζεται πολύ έντονα στα τρία χρόνια λειτουργίας της σύμβασης, αν και έχουν περιέλθει υπόψη μου και αποχωρήσεις σε μικρότερους χρόνους. Το φαινόμενο είναι συχνό και, πάλι κατά την προσωπική μου άποψη, συνδέεται άμεσα με την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων, που θεωρούν εαυτούς «παντογνώστες».

Η αμφισβήτηση της θέσης του Δικαιοπαρόχου οδηγεί στην παθολογική λύση της σύμβασης, η οποία κινείται είτε από τον ίδιο τον Δικαιοπάροχο, που καταγγέλει τη σύμβαση, είτε από τον Δικαιοδόχο. Τα συμπτώματα της παθολογίας είναι η αμελής και μη αποδοτική άσκηση της δραστηριότητας του Δικαιοδόχου, παύση πληρωμής των περιοδικών τελών, ευθεία σύγκρουση με τον Δικαιοπάροχο σε διάφορα θέματα μείζονος ή ήσσονος σημασίας, η εφαρμογή μεθόδων, η παροχή υπηρεσιών ή/και η πώληση προϊόντων μη εγκεκριμένων από τον Δικαιοπάροχο, λόγω της αδιαφορίας του Δικαιοδόχου για το μέλλον της σύμβασης ή της προσπάθειας για τεχνητή πρόκληση διακοπής της σύμβασης, η παύση της λειτουργίας της επιχείρησης του Δικαιοδόχου (με η χωρίς προειδοποίηση του Δικαιοπαρόχου).

Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιο είναι το μέλλον. Η σύμβαση franchising, όπως και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση κινείται στον εμπορικό χώρο, ενέχει τον κίνδυνο του αθεμίτου ανταγωνισμού του Δότη της τεχνογνωσίας από τον Λήπτη αυτής. Ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις, που ο Δικαιοδόχος έχει κάνει μία επένδυση (έχει μισθώσει ένα χώρο για αρκετά έτη, έχει αγοράσει εξοπλισμό, έχει εξοικειωθεί με το αντικείμενο και τις συνθήκες της αγοράς) φαίνεται δελεαστικό σε αυτόν να παραμείνει εμπορικά ενεργός, χωρίς να καταβάλει αντάλλαγμα στον Δικαιοπάροχο. Και τούτο πράττει συνήθως. Η κατάσταση που επικρατεί είναι ότι οι Δικαιοδόχοι αλλάζουν το όνομα του χώρου τους (αλλά όχι και τη διαμόρφωση αυτού, επικαλούμενοι ότι έχουν αγοράσει τον εξοπλισμό που απαιτείται για την άσκηση της δραστηριότητας) και παραμένουν στο ίδιο αντικείμενο. Η εδραίωσή τους στην αγορά όμως δεν είναι εύκολη και εκεί αρχίζει ο αθέμιτος ανταγωνισμός.

Μερικές από τις συνήθειες ενέργειες ή παραλείψεις στις οποίες προβαίνουν οι Δικαιοδόχοι είναι οι ακόλουθες: ευθεία χρήση του ονόματος της επιχείρισης του Δικαιοπαρόχου για χρονικό διάστημα τέτοιο που να δημιουργείται σύγχυση ποια επιχείριση είναι ποια και να επιτυγχάνεται άμεσα η παρέλκυση της πελατείας, απομίμηση ονόματος, χρήση του πελατολογίου του Δικαιοπαρόχου και ενημέρωσή του για προσφορές, ώστε να δελεασθεί και να προσελκυσθεί το καταναλωτικό κοινό στο συγκεκριμένο χώρο του Δικαιοδόχου, μη ενημέρωση του κοινού ότι το κατάστημα δεν ανήκει στην αλυσίδα ή πλημμελής ενημέρωση που μπορεί και να δυσφημεί τον Δικαιοπάροχο (εγώ είμαι το ίδιο- χωρίς διευκρίνηση ποιο είναι το ίδιο- εγώ έχω καλύτερα προϊόντα, εγώ έχω τα ίδια προϊόντα κλπ), χρήση συσκευασιών με το σήμα του Δικαιοπαρόχου (η σακούλα είναι το κατ΄εξοχήν μέσο σύγχυσης του καταναλωτή που αφήνει και τη σφραγίδα του καταστήματος), αναγραφή στην απόδειξη της ταμειακής μηχανής των διακριτικών γνωρισμάτων του Δικαιοπαρόχου κλπ.  Παρακολούθησα πρόσφατα περίπτωση Δικαιοδόχου που διατηρούσε καταστήματα αλυσίδας franchise σε δύο διαφορετικούς νομούς και, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στη σύμβαση, (για να δημιουργήσει το δικό του δίκτυο) άνοιξε εν αγνοία του Δικαιοπαρόχου καταστήματα στην ίδια περιοχή με το ίδιο αντικείμενο, εξοικείωσε την πελατεία που είχε δημιουργήσει και, αφού τη διοχέτευσε σε αυτά, τελικά, έκλεισε τα καταστήματα franchise, επικαλούμενος ότι δεν πάνε καλά οικονομικά. Παράλληλα, λειτουργούσε στον ένα νομό τα καταστήματα της δικής του αλυσίδας και στον άλλο τα άλλα!!!! Σε άλλη υπόθεση, σειρά Δικαιοδόχων αποχώρησε από τη σύμβαση με επίκληση παρανομίας λειτουργίας της και μετά συνασπίσθηκε, λειτούργησε στους ίδιους χώρους το ίδιο αντικείμενο και έκανε και δίκτυο!!!!

Ο αθέμιτος ανταγωνισμός είναι ένας χαμαιλέων. Είναι δύσκολο να τον εντοπίσεις και δύσκολο να τον αποδείξεις. Ας μην ξεχνούμε ότι δεν είναι εύκολο να υπάρχει καθημερινός έλεγχος στα καταστήματα εκτός της έδρας του Δικαιοπαρόχου. Για το λόγο αυτό απαιτούνται ενέργειες αποφασιστικές και κάθετες. Κατ΄αρχήν κρίνω επιβεβλημένο να υπάρχει άμεση παρακολούθηση των καταστημάτων που παύουν να αποτελούν μέλος του δικτύου και εννοώ όχι μόνο της εξωτερικής τους διαμόρφωσης και του αντικειμένου τους, αλλά και του εσωτερικού τρόπου λειτουργίας τους. Αν και αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αδύνατο, είναι ο μόνος τρόπος για την απόδειξη της χρήσης της τεχνογνωσίας του Δικαιοπαρόχου από τον Δικαιοδόχο.

Κρίσιμο είναι ότι πρέπει, εξαρχής, να  αποστέλλεται εξώδικο (η απαραίτητη «όχληση» προς τον Δικαιοδόχο) που να του θέτει τις απαγορεύσεις της σύμβασης, ήτοι α) να παύσει να χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το σύνολο ή μέρος του πακέτου franchise, β) να παύσει να αναφέρει ότι είναι Δικαιοδόχος του συστήματος  franchise του Δικαιοπαρόχου, γ) να παύσει να χρησιμοποιεί τον διακριτικό τίτλο, το σήμα και τα λοιπά διακριτικά γνωρίσματά της επιχείρησης του Δικαιοπαρόχου στο εσωτερικό ή εξωτερικό της επιχείρησής του και να τα αφαιρέσει από τους χώρους αυτούς σε οποιοδήποτε σημείο ή υλικό και εάν ευρίσκονται, δ) να παύσει να χρησιμοποιεί  Εγχειρίδια και λοιπό οπτικοακουστικό υλικό που του εδόθη για την ομαλή λειτουργία της σύμβασης.

Σε περιπτώσεις ευθείας χρήσης του σήματος πρέπει να ασκούνται αμέσως ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκεται η λήψη προσωρινής διαταγής. Οι ενέργειες αυτές, στο σύνολο των περιπτώσεων, οδηγούν σε άμεση παύση της παράβασης.

Οσον αφορά το θέμα της απαγόρευσης λειτουργίας του Δικαιοδόχου για ένα χρόνο μετά την λύση ή λήξη της σύμβασης στην αυτή γεωγραφική περιοχή και παρά τις αντίθετες διατάξεις του Κανονισμού 2790/1999 (που πολλώ μάλλον εφαρμόζεται όταν έχουμε δραστηριοποίηση στο ίδιο αντικείμενο) καθώς και της ύπαρξης σχετικής ρήτρας στο σύνολο των συμβάσεων franchise, η νομολογία, δυστυχώς, υιοθετεί την άποψη των ιδιαιτέρων συνθηκών ανταγωνισμού, δηλαδή ότι αυτή καθαυτή η δραστηριοποίηση του Δικαιοδόχου στο ίδιο αντικείμενο δεν είναι αθέμιτη, εκτός αν συντρέχουν ειδικά περιστατικά. Επίσης, βάση μπορεί να είναι και η αντίθεση της συμπεριφοράς του Δικαοδόχου στα χρηστά ήθη. Πλην όμως, κάθε ανταγωνιστική συμπεριφορά δεν αντίκειται απαραίτητα και στα χρηστά ήθη. Σύμφωνα με τη νομολογία αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν η πράξη προσκρούσει στο αίσθημα κάθε δίκαια και ορθά σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στο συναδελφικό κύκλο όπου γίνεται η πράξη ή όταν γίνεται χρήση μεθόδων και μέσων αντίθετων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών ακόμα και αν η πράξη από μόνη της, αντμετωπιζόμενη επιφανειακά ή μεμονωμένα φαίνεται νομικά άψογη.

Πιστεύω ότι η ιδιομορφία του θεσμού του franchise, η σύνδεση που πρέπει να κρατήσει ο Δικαιοδόχος με το αντικείμενο και, κυρίως, το πελατολόγιο του Δικαιοπαρόχου σε συνδυασμό με την ανάγκη διατήρησης του εμπορικού σημείου δραστηριοποίησής του δημιουργεί στο σύνολο των περιπτώσεων υποθέσεις ανταγωνισμού (στις οποίες εμφανίζεται και το στοιχείο της αντίθεσης στα χρηστά ήθη). Σημαντικό είναι να υπάρχει σωστή παρακολούθηση της υπόθεσης. Στις περιπτώσεις αυτές ο Δικαιοπάροχος μπορεί να αιτηθεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας του Δικαιοδόχου, να ανορθωθεί η θετική του και η αποθετική του ζημία και να του καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.